Μαγιάτικες Προσδοκίες

ΦΥΤΑΚΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ

Μάης.

Μια λέξη τόσο δα μικρή μα γεμάτη χιλιάδες χρώματα, αρώματα κι αισθήματα. Ο πέμπτος μήνας του έτους κάνει την μεγαλειώδη του εμφάνιση με εντυπωσιακές συστάδες λουλουδιών, αρωμάτων και χρωμάτων. Παραδοσιακά, η έλευση του Μάη γιορτάζεται με εκδρομές στη φύση, με τραγούδια και χορούς. Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ο Μάης γιορτάζεται με τους ανθρώπους να μαζεύονται παρέες παρέες, φορώντας καταπράσινα στεφάνια από λουλούδια και γλυκοτραγουδώντας το ξεκίνημα του πιο μοσχομυριστού μήνα του χρόνου.

Καταπράσινες πεδιάδες γεμάτες κόκκινες παπαρούνες, σαν πινελιές ενός ζωγράφου ιμπρεσσιονιστικής τεχνοτροπίας, κυκλώνουν τα σπίτια και ο κόσμος ξεχύνεται για να γιορτάσει την ποίηση της φύσης. Η έναρξη αυτών των εκδηλώσεων χαράς σηματοδοτείται από την Πρωτομαγιά. Κάθε τόπος γιορτάζει με τον δικό του τρόπο το ξεκίνημα του πολυπόθητου μήνα, που ποικίλει από τα διάφορα τραγούδια σε εξοχές και αγρούς μέχρι τους κυκλικούς χορούς με χειροποίητα πολύχρωμα στεφάνια από διάφορα χρωματιστά λουλούδια. Οι άνθρωποι τρέχουν στις καταπράσινες πεδιάδες και στον Αϊ Θανάση για να πλέξουν τις λεγόμενες «ντουβαλέτες» για να τις φορέσουν οι ίδιοι γύρω από το κεφάλι τους «για του καλό του χρόνου και για τ’ χαρά του σπιτιού».

Κεντρικό σημείο της γιορτής της Πρωτομαγιάς είναι φυσικά το Μαγιάτικο τραγούδι. Υπάρχουν διαφορετικά τραγούδια σχετικά με τον μήνα Μάιο στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και κάθε τόπος έχει το δικό του ή μάλλον την δική του εκδοχή: Μάη μ’, Μάη μ’, χρυσομάη μ, τι μας άργησες και δεν μας φάνηκες. Ο κόσμος, διασκορπισμένος στις ανθισμένες πλαγιές, κρατώντας τα ξύλα του Μάη και φορώντας τα στεφάνια με τα αγριολούλουδα, πιάνεται κυκλικά και αρχίζει να χορεύει για τον πιο γλυκοτραγουδισμένο μήνα. Όλη η φύση οργιάζει, οι πεδιάδες και οι αυλές των σπιτιών έχουν πλημμυρίσει από πολύχρωμα λουλούδια ενώ τα πουλιά κελαηδούν σε όλες τις νότες του πενταγράμμου χτίζοντας ένα μαγευτικό, φωτεινό και λαμπρό σκηνικό.

Θέμα του τραγουδιού η φύση: τώρα φουντώνουν τα κλαδιά, ισκιώνουν τα σοκάκια. Επίσης, διαγράφεται μια έντονα νοσταλγική διάθεση καθώς τον Μάη οι ξενιτεμένοι γυρνάνε στον τόπο τους: τώρα κι ο ξένος βούλιτι να πάει στα δικά του. Τέλος, το τραγούδι είναι πλημμυρισμένο από μια υποβόσκουσα ερωτική διάθεση, αποτέλεσμα της φύσης και των μυρωδιών, με τις νέες κοπέλες που επιθυμούν να βρουν το ταίρι τους να χορεύουν σε σκιερά και δροσερά μέρη ενώ οι άντρες απευθύνονται στις γυναίκες τους απροκάλυπτα ερωτικά: λούσου κι άλλαξε, μπέινα μ, λούσου κι άλλαξε, κοντά μου πλάγιασε.

Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, απ’ τ’ ανοιχτό παντζούρι φέγγει ο Μάης. Ένας Μάης ασημένιος, αέναος, ατέρμονος κι αδιάκοπος. Κάπου στο βάθος ο υπόκωφος ήχος του Γκιώνη, που μάταια αναζητά τον αδερφό του, αναμειγνύεται με τον απαλό νοτιά που φτάνει στο παράθυρο περνώντας μέσα από το θρόισμα των φύλλων. Στην άκρη του δρόμου, η ακακία μοσχομυρίζει. Οι πρώτες πρωινές του ήλιου ακτίνες ψιθυρίζουν: Ο Μάης θα είναι πάντα εκεί με τα τραγούδια του να μας θυμίζει την άνοιξη και την ευγνωμοσύνη της φύσης. Θα είναι πάντα εκεί με τα στεφάνια του να μας θυμίζει τον παλιό και καλό εαυτό μας –φαίνεται ίσως τον έχουμε ξεχάσει κάπου μες τα λιβάδια.