Παιδικά παιγνίδια στην Εράτυρα στη δεκαετία του 1950

ΚΑΤΑΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Εκείνα τα χρόνια, λίγα χρόνια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο δεν είχαμε επιτραπέζια παιχνίδια, δεν είχαμε ηλεκτρονικά, ούτε τηλεόραση με παιχνίδια, είχαμε όμως παιχνίδια που παίζονταν στους δρόμους, στις αλάνες και στα Μπαϊρια, παιχνίδια που παίζονταν από πολλά παιδιά, τα παιδιά της γειτονιάς, τα παιδιά του χωριού και τα παιδιά στο σχολείο. Από αυτά τα παιχνίδια θα σας περιγράψω μερικά για να τα γνωρίσουν τα σημερινά παιδιά.

Ο Πετροπόλεμος

Το πιο κοινό παιχνίδι των αγοριών στα πρώτα χρόνια της 10ετίας του 1950 ήταν ο πετροπόλεμος, προφανώς επηρεασμένο από τα γεγονότα του πρόσφατου τότε εμφύλιου πολέμου. Συγκεκριμένα, τα αγόρια γειτονικών μαχαλάδων του χωριού οργανώνονταν σε ομάδες (Ζιαμάθκα, Παζαρίσια, Γκορτζιόβα κλπ) και πετροβολούσαν τις αντίπαλες ομάδες σε ανοιχτούς χώρους (π.χ. στα κάτω Μπαϊρια και στα πάνω Μπαΐρια)  με στόχο την ανάδειξη της πιο ισχυρής ομάδας, ένας αγώνας που είχε και πολλούς τραυματισμούς. Πολλά κεφάλια είχαν ανοίξει εκείνα τα χρόνια από τον πετροπόλεμο. Το παιχνίδι αυτό γρήγορα εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από άλλα  λιγότερο επικίνδυνα.

Οι Νομάδες (αμάδες)

Αυτό είναι ένα από τα παλαιότερα και απλούστερα παιχνίδια. Τα παιδιά στήνανε μια πέτρα σε ένα σημείο. Κατόπιν έπαιρνε το κάθε παιδί από μία πέτρα λεία και πλακουτσή και πετώντας την από μια προκαθορισμένη απόσταση προσπαθούσε να τη ρίξει όσο πιο κοντά στην άλλη. Αυτός που θα πλησίαζε πιο κοντά ήταν ο νικητής.

Οι γκριμάδες

Ένα παρόμοιο παιχνίδι ήταν οι γκριμάδες, στο οποίο πλακοειδείς πέτρες συσσωρεύονταν σε κούκο ή πύργο (σωρός) και  προσπαθούσαν τα αγόρια να τον ρίξουν από απόσταση με μια άλλη πέτρα (όπως γίνεται περίπου με το μπόουλινκ σήμερα).

Το Τζαμί (κεραμιδάκια)

Κομάτια κεραμίδια (6-10) συσσωρεύονταν το ένα πάνω στο άλλο (πύργος) και οι παίκτες ήταν χωρισμένοι σε δυο ομάδες και έριχναν με τη σειρά μια μπάλα να γκρεμίσουν τα κεραμίδια. Όποιος τα γκρέμιζε έπρεπε να ξαναφτιάξει τον πύργο, ενώ η άλλη ομάδα τα φύλαγε και με τη μπάλα κτυπούσε (έκαιγε) τα παιδιά της άλλης ομάδας. Αν κατάφερνε η πρώτη ομάδα να κάνει τον πύργο χωρίς να καούν όλα τα παιδιά, ήταν η νικήτρια. Αν όμως καίγονταν τα παιδιά της πρώτης ομάδας χωρίς να τα καταφέρουν να κάνουν τον πύργο, τότε νικήτρια ήταν η δεύτερη ομάδα.

Τα κλιντζάρια ή τσιλίκι

Τα κλιντζάρια παίζονταν με δύο ή περισσότερα παιδιά. Για να παιχτεί το παιχνίδι χρειάζονται δύο ξύλινες βέργες, μια μακριά 60-70 εκ. περίπου (κλέντζα ή τσιλίκα) και μια μικρή 10-20 εκ. περίπου (κλιντζάρι ή τσιλίκι), που είναι ξυσμένο όπως το μολύβι μας στις δυο άκρες του.

Τα παιδιά βάζουν σημάδι ρίχνοντας πέτρες και όποιος το πλησιάσει περισσότερο αρχίζει πρώτος. Αυτός λοιπόν βάζει πάνω από μια μικρή σκαμμένη εσοχή στο έδαφος το κλιντζάρι, παράλληλα προς το έδαφος, κι έχοντας τα άλλα παιδιά απέναντι του, ρίχνει με την κλέντζα το κλιντζάρι, όσο πιο μακριά μπορεί, προσέχοντας όμως να μην το πιάσουν τα άλλα παιδιά. Αν το πιάσει ένα απ’ τα παιδιά, τότε πηγαίνει αυτό το παιδί να ρίξει το κλιντζάρι και εκείνος που το έριξε πριν, αλλάζει θέση και πηγαίνει απέναντι με τα άλλα παιδιά. Αν δεν το πιάσει κανείς, τότε κάποιος απ’ τους απέναντι ρίχνει το κλιντζάρι για να χτυπήσει την κλέντζα, που την τοποθετεί εκείνος που έριξε το κλιντζάρι οριζόντια στο έδαφος και αν τη χτυπήσει αυτός παίρνει τη θέση αυτού που έριχνε και αλλάζουν θέσεις. Αν δε χτυπήσουν τη κλέντζα, τότε ο κύριος παίχτης βάζοντας το κλιντζάρι μέσα στην εσοχή, χτυπάει το κλιντζάρι  με τη κλέντζα του σε μία άκρη του και αυτό ανασηκώνεται ψηλά. Κατόπιν ο παίχτης  το χτυπάει μία φορά δυνατά και φεύγει μακριά. Τότε μετράει την απόσταση από το μέρος που το πέταξε μέχρι το σημείο που έπεσε με τη κλέντζα του και όποιο νούμερο βρει, αυτό είναι οι πόντοι που κέρδισε.

Το κρυφτό

Σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να παίξουν από 3 άτομα και πάνω. Ένα παιδί τα φυλάει (μάννα) και μετράει έως το 100 ή 200  (5, 10, 15, 20…) μέχρις ότου τα άλλα παιδιά να κρυφτούν. Μόλις τελειώσει αρχίζει να ψάχνει για τα παιδιά. Πρέπει να βρει όλα τα παιδιά. Όταν βρει ένα παιδί λέει “φτου” (φτύνει στο μέρος που τα φυλάει) και το όνομα του παιδιού (π.χ. ένας Γιώργος). Το παιδί όμως που βρέθηκε μπορεί, όταν αυτός που φυλάει είναι μακριά να φτάσει πρώτο και να πει “φτου” και το όνομα του παιδιού που φυλάει. Με αυτόν τον τρόπο γλυτώνει. Πρέπει να βρεθούν όλα τα παιδιά. Στο επόμενο παιχνίδι τα φυλάει το πρώτο παιδί που το βρήκε πρώτο αυτός που τα φύλαγε. Το τελευταίο παιδί (κατόπιν συμφωνίας όλων) μπορεί να πει “φτου ξελευθερία” , αν φθάσει πρώτο στο σημείο που τα φυλάνε. Έτσι ελευθερώνονται όλα τα παιδιά για να ξαναφυλάξει η ίδια μάννα. Άμα αυτό δεν γίνει, τότε φυλάει το παιδί που βρέθηκε πρώτο. Στο κρυφτό έπαιζαν αγόρια και κορίτσια, χωριστά ή και μαζί.

κρυφτό

Η Τυφλόμυγα

Η τυφλόμυγα παίζεται από δύο παιδιά και πάνω. Στην αρχή όλοι τραβάνε έναν κλήρο για να δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι . Την ώρα που έχει τα μάτια κλειστά, τα παιδιά ανακατεύονται και αρχίζουν να πειράζουν την τυφλόμυγα. Η τυφλόμυγα όποιο παιδί πιάσει πρέπει να βρει πως το λένε, δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι συνεχίζεται το παιχνίδι, μέχρις ότου βαρεθούν τα παιδιά και αλλάξουν παιχνίδια.

τυφλόμυγα

Η Τριότα

 

Η τριότα σχεδιάζονταν πάνω σε μια επίπεδη  πέτρα και παίζονταν σαν τη σημερινή τρίλιζα (χρησιμοποιούνταν τρία αντικείμενα ώστε να τα τοποθετήσουν σε ευθεία γραμμή, πέτρες, κεραμιδάκια ή κουμπιά). Παρόμοιο παιχνίδι ήταν και η εννιάρα, με πιο πολύπλοκο σχήμα.

τριότα

Οι Βασιλιάδες (βασλιάδες)

Οι βασλιάδες παίζονταν με τα κότσια των αιγοπροβάτων. Το κάθε παιδί είχε ένα κότσι, που ήταν το μεγαλύτερο και το έλεγαν πουρλί. Σημασία είχε η θέση που έπαιρνε το πουρλί και οι οι υπόλοιποι βασλιάδες (τσέγκι, τανί), όταν τα πετούσαμε προς τα πάνω και έπεφταν στο δάπεδο. Ανάλογα με τη θέση που έπαιρναν κέρδιζε ο καθένας τα δικά του κότσια.

Η Μπίσκα( Γουρούνα)

Παιχνίδι που εκτός από ευστοχία απαιτούσε και αντανακλαστικά. Παιζόταν με ξύλινα ματσούκια (παλούκια), που κρατούσαν οι παίχτες και ένα τενεκάκι, που βαρούσε ο τιμωρημένος, με το δικό του ξύλο.  Οι παίκτες βρίσκονταν στην περίμετρο ενός κύκλου και ο καθένας ακουμπούσε το ματσούκι του σε μια λακούβα (γούρνα, τρύπα). Ο τιμωρημένος προσπαθούσε να φέρει το τενεκάκι κοντά στους άλλους παίκτες και να  πετύχει να βάλει τον τενεκέ μέσα στη τρύπα . Όποιον πετύχαινε, έπαιρνε τη θέση του. Οι παίχτες με τη σειρά τους προσπαθούσαν να αποφύγουν το χτύπημα του τιμωρημένου και να διώξουν το τενεκάκι μακριά χωρίς να προλάβει ο τιμωρημένος να βάλει το ματσούκι του στη γούρνα του παίκτη. Το παιχνίδι αυτό παίζονταν πολύ τις ημέρες της Αποκριάς, όταν όλα τα παιδιά στη γειτονιά κρατούσαμε από ένα ξύλο για να φυλάγουμε τα ξύλα και την κλαδαριά της γειτονιάς.

Οι Μπίλιες ή Βόλοι

Γενικά οι μπίλιες ήταν ένα παιχνίδι, που απαιτούσε ευστοχία, η οποία επιβραβευόταν με τις μπίλιες του αντιπάλου, που κέρδιζε κάποιος.  Οι μπίλιες ήταν φτιαγμένες από πηλό ή γιαλί και βαμμένες σε ζωηρά χρώματα.

Υπήρχαν πολλά παιχνίδια με μπίλιες, το πιο γνωστό όμως ήταν το τρίγωνο. ΤΡΙΓΩΝΟ: Χαράζουμε στο χώμα ένα τρίγωνο και μέσα σ’ αυτό ο κάθε παίχτης βάζει δυο-τρεις από τους βόλους του.  Ο κάθε παίχτης ρίχνει με τον αντίχειρα το βόλο του στο τριγωνάκι με σκοπό να χτυπήσει έναν από αυτούς που ήταν μέσα και να τον βγάλει έξω, οπότε και τον κερδίζει. Εάν κάποια στιγμή χάσει και ο βόλος του μείνει μέσα στο τρίγωνο, ο αμέσως επόμενος παίχτης χτυπώντας το βόλο κερδίζει όλους όσους είχε μαζέψει ο προηγούμενος ως τώρα.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων αντί για μπίλιες μέσα στο τρίγωνο βάζαμε καρύδια ή κάστανα.

Οι Μπίλιες ή Βόλοι
Οι Μπίλιες ή Βόλοι

Η Μακριά Γουμάρα(γαϊδούρα)  

Παιχνίδι δυνατό, για μεγάλα παιδιά από 12 ετών και πάνω. Απαιτεί αλτικότητα, ισορροπία και αντοχή. Τότε παιζόταν στις αλάνες και στο προαύλιο των σχολίων.Σχηματίζονται δύο ισοδύναμες ομάδες από 5-6 αγόρια. Με κλήρωση η μία ομάδα αναπαριστά τη Μακριά Γαϊδούρα και η άλλη το φορτίο. 

Η πρώτη ομάδα επιλέγει τον πιο εύσωμο, ο οποίος στέκεται με τη πλάτη σ’ ένα δένδρο ή σ’ ένα τοίχο και αποτελεί τη «βάση» την κεφαλή της Μακριάς Γαϊδούρας. Ο επόμενος παίκτης σκύβει και πιάνει τη «βάση» από τη μέση με τα χέρια του σφιχτά, ενώ βάζει το κεφάλι του στο πλάι. Οι υπόλοιποι παίκτες ο ένας πίσω από τον άλλο σκύβουν και βάζουν το κεφάλι τους στα σκέλη του μπροστινού τους και του πιάνουν σφιχτά τα πόδια. Η μακριά γαϊδούρα είναι έτοιμη για φόρτωμα. Η δεύτερη ομάδα το «φορτίο» στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλο σε απόσταση 5-6 m.

Ο πρώτος παίκτης παίρνει φόρα και τρέχοντας τοποθετεί τα χέρια του στα καπούλια της μακριάς γαϊδούρας και εκτινάσσεται με σκοπό να καθίσει, όσο πιο μέσα γίνεται στο «σαμάρι» της. Στη συνέχεια ακολουθούν οι άλλοι με τον ίδιο τρόπο. Σε κάθε φόρτωμα (προσγείωση) ακούγονται από τα παιδιά της μακριάς γαϊδούρας βογγητά: αχ, η μέση μου, ωχ τα αυτιά μου.

Από την άλλη ομάδα και τους παρατηρητές ακούγονται γέλια. Το παιχνίδι έχει και κανόνες όμως: Κανένας παίκτης από το «φορτίο» δεν πρέπει να πέσει από το σαμάρι ή να ακουμπήσει τα πόδια του στο έδαφος. Αν γίνει ένα από τα δυο οι ρόλοι αντιστρέφονται. Επίσης αν η μακριά γαϊδούρα «κοπεί» από το βάρος, το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή με τους ίδιους ρόλους. 

Αν δεν συμβεί τίποτε απ’ όλα αυτά: Ο πρώτος παίκτης του «φορτίου» δείχνοντας με τα δάκτυλά του στη «βάση» ρωτάει: Μονά ή Ζυγά; Την απάντηση την δίνει ο πρώτος παίκτης κάτω από τη «βάση». Αν η απάντηση είναι επιτυχημένη, οι ρόλοι αντιστρέφονται, διαφορετικά όχι. Σε άλλες περιπτώσεις το ερώτημα ήταν πιο δύσκολο, ρωτώντας πόσα ακριβώς είναι τα δάκτυλα.Στην Αγία Τριάδα τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, μετά την εκκλησία η μακριά Γαϊδούρα παίζονταν από μεγάλα παιδιά(παλικάρια). Τότε το παιχνίδι ήταν πιο εντυπωσιακό και πιο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι είχε και θεατές, που παρακολουθούσαν.

Η Μακριά Γουμάρα(γαϊδούρα)

Το Μπιζζζ

Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα “φυλάει”. Αυτός λοιπόν κάθεται όρθιος και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του.

Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ’ αριστερά του και ένας απ’ αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στριφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας Μπιζζ όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.

Το Μπιζζζ

Τα τουράδια

Το παιχνίδι αυτό παίζονταν με ζυγό αριθμό παιδιών, τα οποία στήνονταν, ανά δύο, σε ένα κύκλο. Βλέποντας προς το κέντρο του κύκλου. Ένα παιδί ακόμα γύριζε γύρω – γύρω από τα παιδιά και ένα άλλο το κυνηγούσε με μια ζώνη δερμάτινη στο χέρι και το κτυπούσε όταν το έφθανε.

Μετά από μερικούς γύρους, αυτός που είχε τη ζώνη, την άφηνε κρυφά στα χέρια ενός παιδιού, από αυτά που ήταν στην έξω σειρά. Το παιδί που έτρεχε μπροστά(κυνηγημένος) πήγαινε και στεκόταν μπροστά από το ζευγάρι, στο οποίο το πίσω παιδί κρατούσε τη ζώνη. Τότε αυτός με τη ζώνη άρχιζε να χτυπάει τον μπροστινό του, ο οποίος έπρεπε να τρέξει για να μη τις φάει.Με αυτόν τον τρόπο το παιχνίδι συνεχίζονταν, μέχρι να το βαρεθούν και να αλλάξουν παιχνίδι. Και αυτό το παιχνίδι παίζονταν στην Αγία Τριάδα από μεγάλα παιδιά ακόμα και άνδρες.

 

Ο καραγκιόζης

Όταν άρχισαν να δίνονται παραστάσεις καραγκιόζη στο 619 Τάγμα Πεζικού από στρατιώτες που ήταν επαγγελματίες στο θέατρο σκιών(όπως ο περίφημος Μίμης), πολλά παιδιά εντυπωσιάστηκαν κι άρχισαν κι αυτά να οργανώνουν αντίστοιχες παραστάσεις στα σπίτια με του φίλους τους μιμούμενοι τον  καραγκιόζη.

Ο καραγκιόζης

Άλλα παιγνίδια ήταν το στεφάνι, τα χειροποίητα αυτοκίνητα, το κυνηγητό και το κουτσαντό.

Το κουτσαντό
Το σχοινάκι
Το στεφάνι
Περνάει-περνάει η μέλισσα

 

 

Η Μπάλα

Γύρω στο 1954-55 δημιουργήθηκαν από παιδιά του σχολείου άτυπα δυο ομάδες ποδοσφαίρου ο Άρης και ο ΠΑΟΚ. Τα παιδιά που ήταν στην κάθε ομάδα πήραν τα ονόματα των παικτών των μεγάλων ομάδων της Θεσσαλονίκης. Π.χ.

Ο Γιάννης Τζούμας ήταν ο Κουϊρουκίδης του ΠΑΟΚ

Ο Τάκης  Βελούκας ήταν ό Παπαδάκης του ΠΑΟΚ

Ο Τάκης  Παλιομάρκος ήταν ο Γκαντίνας του Άρη

Ο Τάκης  Τριανταφύλλου ήταν ο Κοτσαμπασίδης του Άρη 

ο Γιάννης  Κάτανος ήταν ο Παναγούλιας του Άρη και

ο Αριστείδης  Σιαφάρας(Κ) ήταν ο Νανάκος του Άρη κλπ.

Στα διαλείμματα αλλά και το απόγευμα παίζαμε μπάλα μεταξύ Άρη και ΠΑΟΚ. Αργότερα κάποια από τα παιδιά αυτά(Τάκης Τριανταφύλλου, Ζήσης Τζήκας και άλλα) άλλαξαν ομάδα και δημιούργησαν τον Ολυμπιακό.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε γειτονιά υπήρχε πάντοτε ένας de facto αρχηγός στον οποίο υπάκουαν όλα σχεδόν τα αγόρια και ο οποίος έπαιρνε πρωτοβουλίες  και αποφάσιζε για το είδος παιχνιδιού που θα παιζόταν κάθε φορά ή με ποιές άλλες δραστηριότητες θα ασχολούνταν η παρέα, στις οποίες περιλαμβάνονταν και πολλές «σκανταλιές», όπως το κλέψιμο μήλων, κυδωνιών και όποιων άλλων φρούτων υπήρχαν κατά καιρούς στη γειτονιά, αλλά ακόμα και σε άλλες γειτονιές. 

Από την άλλη μεριά, τα κορίτσια της γειτονιάς δεν περιλαμβάνονταν στις παρέες των αγοριών. Τα κορίτσια έπαιζαν το  κουτσαντό(το κουτσό), ή με αυτοσχέδιες κούκλες από πανί, τριότα ή ενιάρα. Μαζί με τα αγόρια έπαιζαν και τα κορίτσια κρυφτό ή κυνηγητό. Τα κορίτσια βέβαια είχαν και την υποχρέωση να καθίσουν στο σπίτι να κάνουν και δουλειές(να σκουπίσουν, να κεντήσουν κλπ.).

Να σημειωθεί ότι το παιγνίδι στην αλάνα κρατούσε πολλές ώρες. Ειδικά τα Σάββατα και τις Κυριακές παίζαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Χαρακτηριστική εικόνα εκείνης της εποχής να φέρνει η μαμά μια φέτα ψωμί με ζάχαρη ή λίγο ψωμί και τυρί για να φάνε τα παιδιά ψωμί να χάσουν το παιγνίδι τους.