Παραμύθια που διηγήθηκε ο Ηλίας Μήλιος στην κόρη του Δήμητρα και αυτή με τη σειρά της στον εγγονό της. Τα παραμύθια είναι μεταφερμένα στην σημερινή δημοτική, αλλά υπάρχουν και αρκετές λέξεις της τοπικής διαλέκτου, οι οποίες επεξηγούνται μέσα σε παρενθέσεις.
1) ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΘΕΡΙΣΤΗΣ
Ήταν ένας και δεν είχε να φάει˙ ήταν φτωχός, ήρθε και η άνοιξη. Τότε δεν είχε ούτε μανάβικα ούτε τίποτα. Τελείωναν τα αλεύρια στα σπίτια κι άμα δεν είχες χρήματα πεινούσες. Τι να κάνει κι αυτός, πήρε το δρεπάνι και κίνησε. Πάει σε ένα χωριό παρακάτω, τον βρίσκει ο παπάς μόλις μπήκε αυτός στο χωριό.
«ε πού πας λεβέντι με το δρεπάνι;»
«Ε, να βρω καμμιά δουλειά. Εγώ θερίζω πολύ καλά. Στρέμματα ολόκληρα μόνο για ψωμί. Να κάτσω και να θερίσω».
Τον παίρνει, τον πηγαίνει σπίτι, λέει την παπαδιά «αυτός θερίζει πολύ. Εμείς έχουμε πολλά σπαρμένα. Δεν τον κρατούμε, ένα πιάτο φαί παραπάνω;» Τον κράτησαν, τον τάιζαν όλη την άνοιξη. Αυτός έλεγε «πότε θα έρθει ο Θέρος να θερίσω;».
«Θα θερίσεις και να πάρεις παράδες».
«Δεν θέλω παράδες εγώ. Δεν θέλω να κάθομαι όλο, βαρέθηκα.».
«Όχι, όχι», λέει ο παπάς, «θα γίνει το δικό μου». Ε κάποια μέρα πήγε ο παπάς, είδε το κριθάρι στα χωράφια, λέει «αύριο πάμε να θερίσουμε το τάδε μέρος στο χωράφι.».
«Ε να πάμε επιτέλους!», λέει κι ο άλλος. Ακόνισε το δρεπάνι, ξεκίνησαν το άλλο πρωί, του έδειξε ο παπάς το χωράφι.
«Αυτό είναι».
«Αυτό μόνο είναι; Ε, αυτό εγώ ούτε δυο ώρες δεν θα το κάνω, θα το θερίσω αμέσως».
«Ε καλά», λέει ο παπάς, «μη βιάζεσαι».
«Συρε εσύ να φέρεις το φαί κι εγώ θα θερίσω» είπε ο άλλος.
Έφυγε ο παπάς, χαρούμενος, σού λέει «μ’ ένα ψωμί τώρα εγώ θα θερίσω όλα τα χωράφια», μαγείρεψε η παπαδιά. Ο άλλος, πήρε το δρεπάνι, άνοιξε ένα δρόμο μέσ’ στο χωράφι με αυτό, και πάει ίσια ώς ένα δέντρο, θέρισε και γύρω γύρω από το δέντρο, και ξάπλωσε.
Πααίνει ο παπάς με το φαί, κοιτάει, αθέριστο το χωράφι. Λέει από μέσα του «τι να ‘παθε αυτός;». Κοιτάει πάλι, βρίσκει κι αυτός το δρόμο που έγινε με το χωράφι, πηγαίνει και τον βρίσκει ξαπλωμένο.
«Τί έπαθες ευλογημένε, τί έπαθες;» τον ρωτά με αγωνία.
«Αχ, άσ’ τα. Αρρώστησα. Αρρώστησα και δεν μπορώ.»
«Εμ, άμα αρρώστησες να πάμε να φωνάξουμε έναν γιατρό».
«Α, δεν είναι αυτό ακριβώς, αλλά το ‘χω χάληρο ( σαν αλλεργία, περιοδικά) αυτό.
«Ε, πόσο κρατάει αυτή η αρρώστεια;» « Κρατάει όσο κρατάει ο Θέρος, κι όσο να σώσουν ( να τελειώσουν ) τα αλώνια ( το αλώνισμα ).
«Αχ κερατά» του λέει ο παπάς.
«Τι θαρρούσες ( τι νόμιζες ) παπά, θα κάτσω για ένα κομμάτι ψωμί να σε θερίσω τα χωράφια;» τον λέει κι αυτός.
2) Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑΠΑΣ
Ήταν ένας παπάς αγράμματος τελείως.
Οι χωρικοί έκαναν παράπονα, έλεγαν τί παπάς είναι αυτός, ούτε ξέρει να διαβάζει στην εκκλησία, ούτε τίποτα. Στην εκκλησία αυτός άνοιγε το ευαγγέλιο κι έλεγε άλλα αντί άλλων. Λέει ένας χωρικός «να πάμε στο Δεσπότη να παραπονεθούμε».
Μόλις πήγαν μαζί με τον παπά εκεί, πήρε ο παπάς το ευαγγέλιο και ήλεγεν ( έλεγε)
«έχω τόσα μελίσια˙ τόσα είναι θ’κά ‘ς ( δικά σου), τόσα είναιθ’κά ‘μ ( δικά μου), έχω τόσα πρόβατα, τόσα είναι θ’κά ‘ς, τόσα είναι θ’κά ‘μ», λέγοντάς τα αυτά εμμέσως προς τον Δεσπότη, για να μην τον απολύσει αυτός.
Τον ακούει ο Δεσπότης, λέει «καλός είναι, γιατί δεν σας αρέσει;» και τους διώχνει.
Ε, λέει ένας χωρικός μετά, «εγώ θα κάνω τον πεθαμένο», γιατί όσοι πέθνησκαν ( πέθαιναν),τους διάβαζε μόνος μες στην εκκλησία ο παπάς και δεν άφηνε κανέναν να μπει. Λέει λοιπόν αυτός στους άλλους χωριανούς, εγώ θα μπω, κάνοντας τον πεθαμένο, να δω τι λέει εκεί μέσα.
Πάει αυτός μέσα στην εκκλησία, άρχισε ο παπάς να ψέλνει «όσος είναι απ’ τ’ εκεί ώς εκεί, τόσος είναι απ’ τ’ εκεί ώς εκεί». Χαμογέλασε ο δήθεν πεθαμένος. Κατάλαβε ο παπάς και λέει μέσα του «α αυτός δεν είναι πεθαμένος, και με γελούν». Παίρνει το μανάλι, τον δίνει μια, τον άφησε στον τόπο.
Βγαίνει μετά έξω και λέει στους χωριανούς «άλλη φορά να τους πεθαίνετε καλά, γιατί τρόμαξα να τον πεθάνω».
3) ΑΓΕΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙ
Ήταν ένας που δεν μπορούσε να πουλήσει την αγελάδα του. Πήγαινε στα παζάρια και δεν μπορούσε να την πουλήσει.
Τον λέει ένας γείτονας «πάλι δεν την πούλησες την αγελάδα σου;».
«Ε, δεν την πούλησα» απαντά αυτός.
«Γιατί, τί λες στους υποψήφιους αγοραστές;».
«Ε, με ρωτάν γιατί την π’λω (πουλώ ), τ’ς λέω δεν γεννάει τώρα πια, είναι στείρα.».
«Ε, δεν λένε έτσι», είπε ο γείτονας.
«Πώς λένε;».
«Λένε, έκανε τρία και είναι γκαστρωμένη στο τέταρτο. Να δεις πώς θα την πουλήσεις τότε.».
Πάει λοιπόν στο παζάρι ο ιδιοκτήτης της αγελάδας, ακολούθησε τη συμβουλή του γείτονα, την πούλησε αμέσως. Ήρθε μετά και η ώρα να παντρέψει και την κόρη του. Πηγαίνει σε κάποια οικογένεια να την προξενέψει.
Τους λέει «πάρτε το κορίτσι μου, είναι καλό. Ξέρεις, έκανε τρία και είναι γκαστρωμένη στο τέταρτο».
«Ωωω», λεν αυτοί, «τι χαζά είναι αυτά˙ μπαμπάς είναι αυτός που τα φανερώνει αυτά», και τον έδιωξαν.
Βρίσκει πάλι αυτός τον ίδιο γείτονα, ο οποίος τον ρωτά «μωρέ γιατί δεν έγινε ο αρραβώνας;».
«Ε, δεν έγινε, ξέρω ‘γω;» απαντά.
«Καλά, τί τους είπες;».
«Είπα, έκανε τρεις γέννες και είναι γκαστρωμένο».
«Μωρέ δεν αντρέπεσαι, την γελάδα με το κορίτσι να βάλεις;».
4) ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΑΣ, ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΑΣ!
Ήταν τρεις ψεύτες, δύο δηλαδή κι ένας ακόμα που δεν ήξερε ψέμματα
Ανταμώθηκαν στο δρόμο οι δυο με τον ένα τυχαία, κι έγιναν τρεις. Αφού περπάτησαν μαζί, άρχισαν να πεινάνε.
Ο ένας από αυτούς είπε «εγώ θα κονομήσω (θα προμηθευτώ) το ψάρι», κι ο άλλος το κρασί..
Ο ένας πάει σε μια ταβέρνα-πανδοχείο που βρήκαν μπροστά τους, και λέει στον ταβερνιάρη «βάλε ένα ψάρι μεγάλο, θα ‘ρθουμε κάμποσα άτομα εδώ να φάμε».
«Καλά» είπε εκείνος και έβαλε ένα ψάρι μεγάλο στο φούρνο, το έψηνε, το ετοίμαζε.
Πάει ο ψεύτης αυτός μες στο πάνω δωμάτιο του πανδοχείου, αφού είπε πρώτα στον ταβερνιάρη «όπου να ‘ναι θα ‘ρθουν και οι άλλοι».
Εκείνος που δουλειά του ήταν να φέρει κρασί, έβαλε νερό μέσα σε μια νταμιτζάνα, και πήγαινε από ένα σπίτι στο άλλο και τους έλεγε
«Έχετε κρασί καλό για πούλημα;». «Έχουμε» λέγαν αυτοί.
«Ε, βάλε με δυο οκάδες». Είχε αυτός ο ψεύτης και δυο οκάδες νερό μέσα στη νταμιτζάνα, αλλά οι νοικοκύρηδες δεν το ήξεραν. Αφού τού έριχναν μεσα στη νταμιτζάνα το κρασί, τους έλεγε «δε με δίνεις λίγο να δοκιμάσω τι κρασί με βάλατε;» Του έδιναν να πιεί. Το κρασί πλέον όμως είχε αναμιχθεί με το νερό που προϋπήρχε στην νταμιτζάνα και ήταν άνοστο πλέον, μισό νερό-μισό κρασί, αλλά μόνο ο ψεύτης το ήξερε. Έπινε λοιπόν και έλεγε «α, δεν είναι καλό, εγώ είχα καλό κρασί μέσα. Μου χάλασες και το δικό μου. Πάρτο πίσω, δεν το αγοράζω.» κι όσοι είχαν αντίρρηση, τους έδινε να πιούν απ το νερωμένο κρασί της νταμιτζάνας. Έτσι έκανε σε όλα τα σπίτια, του έδιναν κρασί, «δεν είναι καλό» τους έλεγε, και στο τέλος το έφτιαξε σκέτο κρασί.
Και γυρνάει και πηγαίνει στο πανδοχείο όπου τον περίμεναν ο πρώτος ψεύτης και ο άλλος που δεν ήξερε να λέει ψέμματα. Μαζεύτηκαν και οι τρεις, έφαγαν καμπόσο και το υπόλοιπο ψάρι το τύλιξαν σε ένα χαρτί.
Αφού το έκαναν αυτό λέει ο ένας ψεύτης στον τρίτο «τώρα, δεν έχουμε παράδες. Τώρα θα αναλάβεις εσύ να μας γλιτώσεις».
Ο ταβερνιάρης, όταν πέρασε λίγη ώρα λέει στον υπάλληλό του «τώρα θα πάς πάνω στο δωμάτιο που είναι αυτοί οι τρεις, θα ζητήσεις να σε πληρώσουν, και μετά θα φύγουν». Πηγαίνει ο υπάλληλος πάνω, αρχίζουν οι ψέυτες, ο ένας «ΕΓΩ θα τα πληρώσω», ο άλλος «ΕΓΩ θα τα πληρώσω», ο τρίτος «Όχι, ΕΓΩ θα τα πληρώσω». «Ωχ αμαν» λέει ο υπάλληλος, «τι θα γίνει, ο ένας λέει να πληρώσω, ο άλλος να πληρώσω εγώ κι όχι εγώ, και γιατί εσύ».
Λέει ένας ψέυτης «αφού μαλώνουμε ποιος θα τα πληρώσει, θα δέσουμε τα μάτια του υπάλληλου κι όποιον από εμάς πιάσει αυτός, εκείνος θα τα πληρώσει».
«Εντάξει» είπε ο υπάλληλος». Αυτοί, τον έδεσαν τα μάτια, πήραν και τα κρασιά, πήραν και το ψάρι που απέμεινε, κι έφυγαν απ’ το δωμάτιο κρυφά μην τους αντιληφθεί ο υπάλληλος. Κατεβαίνουν και κάτω στο ισόγειο της ταβέρνας, λένε στον ταβερνιάρη «αντε γειά, φεύγουμε τώρα. Ευχαριστούμε πολύ», κι έφυγαν.
Πέρασε λίγη ώρα, άρχισε να αναρωτιέται ο ταβερνιάρης «Γιατί δεν κατέβηκε αυτός ο υπάλληλος ακόμα; Μάλλον αυτοί δεν θα το ‘φαγαν όλο το ψάρι και κάθεται αυτός τώρα και το τρώει το υπόλοιπο.». Ανεβαίνει λοιπόν ο ταβερνιάρης πάνω, τον πιάνει ο υπάλληλος αυτόν και του λέει «Α, εσύ θα τα πληρώσεις!». «Μωρε πώς θα τα πληρώσω. Τι (γιατί ) να πληρώσω; Τι έχεις δεμένα τα μάτια;». «Ξέρεις;», του λέει ο υπάλληλος, «μάλλωναν ποιος θα πληρώσει και έγινε το και το». «Αχ οι κερατάδες, σε γέλασαν˙ πάεικαι το ψάρι πάει και το ψωμί», λέει ο ταβερνιάρης.
Στο μεταξύ οι ψεύτες είχαν φύγει άρον άρον. Κάποτε βράδιασε και πάνε οι ψεύτες να κοιμηθούν, σε ένα δωμάτιο που είχαν δικό τους.
«Τώρα», λεν οι δυο που ξέραν περισσότερα ψέμματα, μεταξύ τους, αλλά μπροστά στον τρίτο ψεύτη, «αυτό το ψάρι τι θα το κάνουμε;», «Αυτό θα το φάμε αύριο, αλλά, ξέρεις, όποιος δει το καλλίτερο όνειρο, εκείνος θα το φάει», λέει ο δεύτερος ψεύτης. Ο τρίτος σκέφτηκε «αυτοί τώρα θα με γελάσουν εμένα».
Κοιμούνται και οι τρεις, σηκώνεται αυτός ο τρίτος τη νύχτα, το τρώει όλο το υπόλοιπο ψάρι.
Σηκώνονται το πρωί όλοι, λέει ο πρώτος ψεύτης «τώρα πέτε ( πείτε) τι όνειρο είδατε ο ένας, τι ο άλλος».
Λέει ο τρίτος ψεύτης «πέτε εσείς πρώτα, κι ύστερα να πω κι εγώ το δικό μου».
Είπε ο πρώτος «εγώ είδα, ότι άνοιξαν τα ουράνια, και ήταν κάτι χρυσές σκάλες, και ανεβοκατέβαιναν αγγέλοι, όλο στα χρυσά ντυμένοι, και με έπαιρναν κι εμένα στα φτερά τους, κι έφευγα απάνω. Εσείς φωνάζατε, “το ψάρι;”, κι εγώ σας ήλεγα ( έλεγα) “χάρισμά σας, χάρισμά σας!”».
Ο δεύτερος είπε «Εγώ, είδα ότι άνοιξε ο άδης κάτω, και βγήκαν από εκεί αγγέλοι και πράματα και θάματα, και δεν μπορώ να τα περιγράψω τόσα πολλά που είδα. Με έπαιρναν εμένα κι εσείς πάλι φωνάζατε “το ψάρι;”, κι εγώ έλεγα “χάρισμά σας, χάρισμά σας!».
Ο τριτος έκανε το σταυρό του πριν αρχίσει να διηγείται το όνειρό του και είπε «Έλα πώς δείχνεται μεγάλη η χάρη του Θεού! Εγώ είδα πως ο ένας έφευγε προς τα πάνω κι έλεγε –χάρισμά σας, χάρισμά σας το ψάρι, κι ο άλλος κατέβαινε προς τα κάτω κι έλεγε –χάρισμά σας χάρισμά σας το ψάρι, και σηκώθηκα κι εγώ και το ‘φαγα».
«Μωρέ το ‘φαγες;» των ρώτησαν οι άλλοι δυο έκπληκτοι.
«Εμ , το ‘φαγα, αφού λέγατε χάρισμά σας, χάρισμά σας, τι να κάνω;».
«Ω τον κερατά», είπαν αυτοί.
«Εμ τι νομίζατε, εσείς πηγαίνατε να με γελάσετε» τους λέει κι αυτός.
5) ΓΙΑΤΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ
Ο Χριστός μεταμορφωνόταν, εμφανιζόταν, πότε σε ένα σπίτι έτσι, πότε σε ένα άλλο σπίτι αλλιώς. Πήγε και σε μια γυναίκα, στο σπίτι της και ρωτά «τι κάνετε εδώ;».
«Ε, υφαίνω» απαντά αυτή, και δεν είχε καταλάβει ποιος ήταν.
«Α καλά,» λέει ο Χριστός, «γιατί όμως κόβεις την κλωστή και τη γυρνάς από την ίδια πάλι τη μεριά;».
«Ε, και πώς να το κάνω;» ρωτά αυτή.
«Να, έτσι» της λέει ο Χριστός και της έδειξε τον τρόπο που ήταν καλλίτερος.
«Εντάξει» λέει αυτή.
Έφυγε ο Χριστός και πήγε σε έναν άλλο, που όργωνε το χωράφι του με τα βόδια του. Δεν ήξερε να γυρνά το αλέτρι ξανά στην ίδια θέση και να οργώνει βουστροφηδόν αλλά έπρεπε να φέρουν το αλέτρι από την θέση όπου βρισκόταν στην απέναντι πλευρά, και να ξαναρχίσουν από εκεί.
«Γιατί οργώνεις έτσι;» λέει ο Χριστός.
«Πώς να κάνω;» απαντά αυτός.
«Να, έτσι να κάνεις το αλέτρι και να μην το πας ξανά στην απέναντι πλευρά για να οργώσεις». «Α καλά λες» του είπε αυτός, κι ο Χριστός έφυγε.
Μεταμορφώθηκε ο Χριστός πάλι, ύστερα από λίγο καιρό, και ξανάπερνάει, πρώτα από τη γυναίκα, τον κέρασε αυτή, πάλι δίχως να τον αναγνωρίσει ποιος ήταν.
«Κάμποσο (αρκετά) ύφανες. Ποιος σε έδειξε έτσι να υφαίνεις;» την ρωτά.
«Το μυαλό μου. Εγώ το βρήκα τον τρόπο αυτόν, στην αρχή ύφαινα αλλιώς, αλλά μετά το σκέφτηκα μόνη μου και βρήκα αυτόν τον τρόπο» του απαντά αυτή.
«Καλά», της λέει τότε ο Χριστός, «τότε να κάνεις δουλειά και να μήν φαίνεται η δουλειά σου».
Πέρασε κι απ’ το γεωργό ο Χριστός, του λέει ο γεωργός, που δεν τον αναγνώρισε, «καλώς ήρθες».
«Βλέπω κάμποσο όργωσες» του είπε ο Χριστός. «Α, τι να σε πω, πέρασε ένας ξένος, καλό να ‘χει, και με ‘δειξε, και γυρνώ βουστροφηδόν το αλέτρι˙ παλιά το γυρνάγαμε πάλι απ’ την αρχή και δεν φτουρούσε ( δεν απέδιδε αποτέλεσμα ) η δουλειά. Τώρα ούτε κουράζομαι, ούτε τίποτα. Όργωσα άλλο τόσο κι άλλο τόσο χωράφι.
«Να ‘ναι ευλογημένο» είπε ο Χριστός, «κι ό,τι δουλειά κάνεις, να φαίνεται». Κι από τότε, η δουλειά που κάνει η γυναίκα δεν φαίνεται ενώ η δουλειά που κάνει ο άντρας φαίνεται.
Γι’ αυτό και η γυναίκα ό,τι δουλειά και να κάνει, πλύσιμο, μαγείρεμα, σκούπισμα, δεν φαίνεται. Δεν πα να κλώθεται ( να τριγυρνά ) όλη μέρα δουλεύοντας˙ δεν φαίνεται. Ο άντρας, ένα φορτίο ξύλα να κουβαλήσει, «α! έφερε ένα ολόκληρο φορτίο ξύλα!».
6) ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ
Ήταν κάποτε ένα παιδί σε ένα χωριό που αφού σπούδασε στην πόλη, έγινε δάσκαλος και γύρισε στο χωριό του.
Ο παπάς όμως δεν τον καλοέβλεπε με καλό μάτι τον δάσκαλο και τον ρωτάει «Έμαθες γράμματα;».
«Έ, κάτι έμαθα», είπεν αυτό.
«Πώς το λεν το νερό;» το ρωτάει αυτός.
«Το νερό το λενε ύδωρ» του απαντάει.
«Α, τίποτα δεν έμαθες. Το νερό το λένε Φθήνεια, γιατί δεν έχει παράδες. Πααίνεις (πηγαίνεις) το παίρνεις, δεν έχει ούτε παράδες ούτε τίποτα.» τον αποπαίρνει ο παπάς. [ Τοτε δεν πλήρωναν το νερό, το ‘παιρναν από βρύσες].
Δεν μίλησε το παιδί. Ξαναρωτά ο παπάς «Πώς λεν το κρεβάτι;».
«Ε, το κρεβάτι το λένε κλίνη».
«Τίποτα δεν ξέρεις. Το κρεβάτι το λέν Ανάπαυση, γιατί ξαπλώνεις και αναπαύεσαι. Δεν έμαθες τίποτα˙ τίποτα», λέει ο παπάς.
«Την γάτα, πώς την λένε;» το ρωτά πάλι.
«Α, τη γάτα, γάλη».
«Α, όχι. Τη γάτα την λένε Γράνα, γιατί σε γρανίζει (γρατζουνίζει), σε βγάν’ τα μάτια.Τη φωτιά, πώς την λένε;».
«Πυρ».
«Όχι, όχι, τη φωτιά την λεν Χαρά, γιατί ανάβει και, ουυυ, χαίρεσαι.
Την καρέκλα πώς την λένε;».
«Κάθισμα».
«Την καρέκλα την λενε Κωλοκούμπι, γιατί κάθεσαι και ακουμπάς». Το έφτιαξε ο παπάς το παιδί από δυο παράδες ( το ρεζίλεψε). « Τίποτα, τίποτα δεν έμαθες», άρχισε να του λέει.
«Ε θα σε ταιριάξω ( θα σε κανονίσω) εγώ» είπε από μέσα του το παιδί.
Μια Κυριακή, που ο παπάς λειτουργούσε στην εκκλησιά, παίρνει το παιδί μια γάτα, την περιλούζει πετρέλαιο,της βάζει φωτιά και την ρίχνει μεσ’ στο σπίτι του παπά, που άρχισε να καίγεται. Τρέχει τότε το παιδί αγρήγορα (γρήγορα) στην εκκλησία, και λέει στον παπά: «Παπά, πήρε η Γράνα τη Χαρά, και μπήκε μες’ στο σπίτι, και άμα δεν πας με την Φθήνεια, παίρνει ο διάβολος και τα Κωλοκούμπια σου και την Ανάπαυσή σου».
7) Η ΠΑΠΑΔΙΑ
Ήταν ένας παπάς και του παρήγγειλαν από άλλο χωριό, ότι θα έρθουν μουσαφιραίοι.
Και αυτός λέει τότε στην παπαδιά «Να ετοιμάσεις τώρα εσύ, γιατι θα έρθουν απ’ το άλλο χωριό, 3-4 άτομα».
Η παπαδιά ήταν ψίχα ( λίγο ) ντροπαλή. Πηγαίνει σε μια γειτόνισα και εκείνη την ρωτάει «τη φτιάχνεις;». «Εχω καλεσμένους, και ξέρεις, πώς θα τους δεχτώ τώρα, τί θα κάνω; Τα χω χαμένα. Εγώ δεν τους ξέρω κι ο παπάς είπε ότι θα τους φέρει». «Ε, χαζή που είσαι, αυτού ( εκεί) που τηγανίζεις τα κεφτέδια, φάε κανέναν κεφτέ, πιές και λίγο κρασί, και θα δεις τι καλά που θα είσαι, στα κέφια˙ και μια χαρά θα τους δεχτείς τους ξένους.».
Η παπαδιά συμφώνησε, κι εκεί που τηγάνιζε τα κεφτέδια, ήπιε και κρασί, ξαναήπιε, πάει μετά στο κατώι (κελάρι ) να βάλει κι άλλο κρασί, κι άλλο μετά, τα ‘χασε ντιπ, άνοιξε ένα μεγάλο βαρέλι, άρχισε να τρέχει στο κατώι το κρασί, μπήκε αυτή μέσα σε μια κοπάνα ( σκάφη) που ήταν εκεί, και άρχισε η σκάφη να πλέει μεσ’ στο κρασί που είχε πλημμυρίσει το κατώι.
Έρχεται ο παπάς σπίτι με τους μουσαφιραίοι, αναρωτιέται «πού πάει η παπαδιά;», κατεβαίνει στο κατώι, και φωνάζει «παπαδιά πού είσι ( είσαι) ; Ήρθανε μουσαφιραίοι.».
«Εγώ πλέω για τη Θάσο» του απάντησε αυτή, και πήγαινε γύρω γύρω η σκάφη μεσ’ στη θάλασσα από κρασί.
8) ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΑΓΓΛΟΙ, ΡΩΣΣΟΙ, ΕΛΛΗΝΕΣ
Είχαν πάρει οι Ρωμαίοι το Χριστό και τον έβαλαν φυλακή.
Το μαθαίνουν οι Άγγλοι, παίρνουν κασόνια λίρες χρυσές, χρήμα μπόλικο και πηγαίνουν στη φυλακή όπου ήταν ο Χριστός. «Ήρθαμε να πάρουμε το Χριστό» λένε στους φύλακες, «έχουμε χρυσό, θα σας δώσουμε όσο θέλετε, και θα τον πάρουμε, να μήν είντος ( είναι ) φυλακή». Τους αφήνουν οι φύλακες να μπουν στο κελί, τους βλέπει ο Χριστός και τους λέει «τι θέλετε;». «Ήρθαμε να σε πάρουμε». «Ε και πως θα φύγουμε, εδώ έχει σκοπιές, φύλακες, δεν βλέπετε;». «Κοίταξε έξω, τι χρήμα πολύ που έχουμε», του λενε αυτοί. «Θα δώσουμε, κι όσο θέλουν, και θα σε πάρουμε.». «Α», τους λέει ο Χριστός, «να είστε ευλογημένοι, και πάντα να είστε πλούσιοι. Εγώ δεν θα σας ακολουθήσω, πηγαίνεττε και να ‘χετε την ευλογία μου, πάντα πολλά λεφτά να έχετε».Κι έφυγαν οι Άγγλοι.
Μαθαίνουν και οι Ρώσσοι ότι φυλάκισαν τον Χριστό, ουυ, αμέσως μάζεψαν στρατό μιλλούνια και πα να πάρουν το Χριστό. Και λέγαν μεταξύ τους «κι αμα δεν μας τον δώσουν, θα κηρύξουμε πόλεμο!». Φτάνουν στο Χριστό, του λένε «ήρθαμε να σε πάρουμε». «’μ πώς (εμ πώς) θα φύγουμε;» λέει ο Χριστός, «εδώ έχει φύλακες». «Για κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Κοίτα πόσο στρατό έχουμε. Αμα δεν μας αφήκ’ν ( αφήσουν) να σε πάρουμε μαζί μας, θα τ’ς ( τους ) κηρύξουμε πόλεμο». «Ε, πάντα να έχετε πολύ πληθυσμό», είπε τότε Χριστός, «πηγαίνετε όμως εσείς, γιατί εγώ δεν θα σας ακολουθήσω». Κι έφυγαν και οι Ρώσσοι.
Μαθαίνουν και οι Έλληνες τα νέα, κίνησαν ( ξεκίνησαν ) κι αυτοί να πάρουν το Χριστό. Πώς να πάνε όμως. Χρυσό δεν είχαν. Στρατό πολύ δεν είχαν. Πήραν κάτι κουμπούρια, κάτι μαχαίρες, πήραν και κάτι καραμπίνες, τις κρέμασαν στον ώμο, και τα φυσέκια στο στήθος, και πήγαν στο Χριστό. «Ήρθαμι να σε πάρουμι» λένε στο Χριστό. «Πώς θα με πάρετε; Εδώ είναι φύλακες απ’ όξω», τους απαντά αυτός. «Χά! Ας τολμήσει κανένας να μας εμποδίσει, θα τους μαχαιρώσουμε, και θα σε πάρουμε. Τι νόμιζες; Θα πούμε εν ανάγκη και ψέμματα, τι να κάνουμε. Κι άμα αντισταθούν πάλι, σκοτώνουμε κι όλας». «Ευχαριστώ πολύ» είπε ο Χριστός, «δεν θα σας ακολουθήσω εγώ. Πηγαίνετε εσείς, αλλά σας δίνω την ευχή μου, πάντα να είστε ψεύτες και μαχαιροβγάλτες».
9) Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΚΙ Ο ΤΣΟΠΑΝΟΣ
Ηταν κάποτε ένας βασιλιάς, και είχε μια κόρη πολύ όμορφη. Την ζητούσαν βασιλόπουλα, πριγκιπόπουλα, αρχοντόπουλα, πολλά παιδιά. Αυτή όμως έλεγε όλο «όχι». «Όχι!», «Όχι!», «Όχι!».
Τι να κάνει ο βασιλιάς, είπε, όποιος κάνει το κορίτσι μου να πει το ναι, θα τον κάνω γαμπρό. Πήγαιναν από πολλές χώρες, από πολλά μέρη, αυτή τίποτα. Πήγαινε ο κάθε νεαρός, την πλησίαζε, μιλούσαν, «θα παντρευτούμε;» τη ρώταγε˙ αυτή «Όχι!».
Ήταν κι ένας τσοπάνος, βοσκούσε πρόβατα, λέει «θα πάω εγώ». «Άιντε», τον λένε οι άλλοι, «εδώ πήγαν επιστήμονες, πήγαν αρχοντόπουλα, πήγε γραμματισμένος κόσμος, εσύ θα πάς; Εσένα θα σε σκοτώσει ο βασιλιάς ύστερα, να το ξέρεις».
« Μωρέ εγώ θα πάω», τους είπε, «κι άς με σκοτώσουν». Πήγε λοιπόν κι αυτός, κι αφού είχε δώσει διαταγή ο βασιλιάς να δέχονται όλους στο παλάτι, τον δέχτηκαν κι αυτόν. Πήγε στο δώματιό της, κι εκεί που κάθονταν λέει στην υπηρέτρια «θα μας φέρεις ένα γλυκό;». Τους το έφερε αυτή.
Λέει τότε στη βασιλοπούλα «φάτο το γλυκό». «Οχι!» του απαντά εκείνη.
«Άμα στο δώσω εγώ να το φάς θα σε κακοφανεί;», την ξαναρωτά. «Όχι!», ξανάλέει αυτή.
Της το δίνει λοιπόν και το τρώει το γλυκό. Ύστερα αυτός παρήγγειλε φαγητό. Τους φέρνουν και το φαγητό. «Φάε το φαγητό» της λέει. «’Οχι!» η απάντηση.
«Αμα στο δώσω εγώ να το φάς, θα σε κακοφανεί;», την ρωτάει. «Όχι!», τα γνωστά.
Το τρώει λοιπόν και το φαί. Οι άλλοι χίρησαν (άρχισαν) να λιανοπατούν (να ανησυχούν)˙ «τι γίνεται με αυτούς;». Με τα πολλά «φέρ’ το ένα να στο δώσω να το φάς», λέει ο τσοπάνος στο τέλος στην βασιλοπούλα «φίλησέ με» «Όχι!» απαντά αυτή. «Άμα σε φιλήσω εγώ, θα σε κακοφανεί;» την ξαναρωτά.
«Όχι!». Την αγκάλιασε. Τέλος πάντων, της λέει «τώρα θα ξαπλώσουμε στο κρεβάτι». «Όχι!». «Θα σε βάλω εγώ στο κρεβάτι˙ θα σε κακοφανεί;». «Όχι!». Την πήρε, την έβαλε στο κρεβάτι, ξάπλωσε κι αυτός μαζί της.
Άρχισε να τη χαϊδεύει και της λέει «χάιδεψέ με». Αυτή, «όχι!». «Να σε χαϊδέψω εγώ, σε κακοφαίνεται;». «Όχι!». Στέλνει την άλλη μέρα ο βασιλιάς να δει τί γίνεται, τι φτιάχνουν, τους βλέπει στο κρεβάτι αγκαλιασμένους. Θύμωσε ο βασιλιάς, λέει, «τώρα αυτόν τι θα τον κάνουμε, θα τον σκοτώσουμε;».
10) Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ
Ήταν μια φορά ένας τεμπέλης, κι αυτός δεν ήθελε να δουλεύει.
Τον έλεγαν «δούλεψε», κι αυτός έλεγε «δεν μπορώ να δουλεύω, δεν θέλω ούτε υποχρεώσεις ούτε τίποτα. Καλλίτερα να με πάτε και να με παραχώσετε».
Τον είπαν έτσι, τον είπαν αλλιώς, τέλος πάντων, τον έβαλαν ζωντανό στο φέρετρο να τον πάνε στο νεκροταφείο.
Βρίσκουν στο δρόμο έναν, ο οποίος είχε ένα φορτίο αλεύρι, έχοντας γυρίσει από το μύλο, όπου και το άλεσαν. Τους λέει, «πού τον πηγαίνουν αυτόν;».
«Ε, δεν θέλει να ζήσει, βαρέθηκε τη ζωή του και τον πάμε εκεί.».
«Α, κρίμα. Έχω ένα φορτίο αλεύρι, ας πάρει το ένα τσουβάλι αυτός, κι ύστερα πάλι, όταν του τελειώσει το αλεύρι, έχει ο Θεός.».
Του λένε του τεμπέλη οι συγχωριανοί «ένας σε δίνει ένα τσουβάλι αλεύρι. Θα βγεις;». «Είναι ζυμωμένο;» ρωτά αυτός. «Όχι». «Αμα δεν είνι ( είναι), δεν μπορώ˙ δεν βγαίνω.»
Προχωρούν η συνοδεία με το φέρετρο παρακάτω, βρίσκουν κάποιον που είχε ένα φορτίο καρύδια, και πήγαινε να τα πουλήσει στο παζάρι. «Τι γίνεται εδώ;» τους ρώτησε αυτός.
Το και το, του εξηγούνε πάλι αυτοί. «Έχω ένα φορτίο καρύδια, ας του το δώσω λέει. Θα τα
πουλήσει, θα πορέψει ( θα τα βγάλει πέρα) κάμποσο καιρό.».
Πάν στο φέρετρο αυτοί, λέν στον «πεθαμένο», «ένας έχει ένα φορτίο καρύδια και λέει θα στα δώσει. Θα τα πάρεις;». «Είναι σπασμένα;» ρωτά αυτός. «Όχι». «Αμα δεν είναι σπασμένα δεν μπορώ και δεν βγαίνω».
Τέλος πάντων, τον παν στο νεκροταφείο, τον έβαλαν εκεί, του άφησαν και ένα παραθυράκι να παίρνει αέρα κι έφυγαν.
Το βράδυ, ντύθηκαν οι ίδιοι σαν πεθαμένοι, άλλαξαν, φόρεσαν σεντόνια και πηγαίνουν από πάνω και του λένε «Σιούκου (σήκω)». «-Γιατί;». «Αμ εδώ δ’λέβ’ν (δουλεύουν). Είμασταν αλλού, τώρα θα κουβαλήσουμε πέτρες να χτίσουμε τα ντουβάρια γύρω γύρω. Δεν κάθονται εδώ». «-Δεν ήξερα που δ’λέβ’ν οι πεθαμένοι», λέει αυτός. Με τα πολλά τον σήκωσαν, κουβάλησε κάμποσες πέτρες, και πριν νυχτώσει, τον έβαλαν πάλι μες στο μνήμα.
Το πρωί πάνε να δουν τι φτιάχνει. «Βγάλεμέτι» ( βγάλτε με), λέει, «δ’λέβ’ν οι πεθαμένοι, δεν κάθονται».
11)Ο ΧΟΤΖΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ
Ο Χότζας πάει και δανείστηκε ένα καζάνι από καέναν ( από κάποιον ), ένα μεγάλο, και το κρατούσε για μεγάλο διάστημα δίχως να το επιστρέψει.
Έλεγε στον ιδιοκτήτη του καζανιού «ξέρε το, το καζάνι γέννησε κι έκανε ένακακάβι ( μικρό καζάνι ). Θα σού το δώσω αυτό το μικρό.».
Χάρηκε ο ιδιοκτήτης, λέει από μέσα του «χαζός θα ‘νάναι ( θα είναι) αυτός», και το πήρε.
Περνάει κάμποσος καιρός, και λέει πάλι ο Χότζας στον ιδιοκτήτη «πάλι γέννησε το καζάνι, κι έκανε ένα κακαβούλι (μικρό καζανάκι). Θα στο δώσω». Το πήρε ο ιδιοκτήτης κι αυτό.
Πέρασε αρκετός καιρός, λέει κάποτε ο ιδιοκτήτης στον χότζα «βρε δεν μ’ έφερες το καζάνι».
«Ψόφησε», του λέει ο χότζας.
«Μωρέ ψοφάει το καζάνι;», έκπληκτος ρωτά ο ιδιοκτήτης του.
«Εμ, ψοφάει».
«Θα σε κάνω μήνυση».
«Κάνε με».
Τον κάνει μήνυση, πηγαίνουν στο δικαστήριο.
«Γιατί το κράτησες το καζάνι;» ρωτάει ο δικαστής τον Χότζα.
«Δε μέ λέτε», λέει ο Χότζας στους δικαστές, «ένα πράγμα που γεννάει, ψοφάει;».
«Ψοφάει», λεν αυτοί.
«Ε, και το καζάνι ψόφησε. Αφού γέννησε κακάβι, το έδωσα, γέννησε κακαβούλι, το πήρε κι αυτό, τώρα ψόφησε. Πού είναι το παράξενο;».
Αθώος ο Χότζας.
12) ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
Η αλούπα (αλεπού) με το λύκο αγόρασαν μια στάμνα μέλι, και την είχαν για να φαν το χειμώνα. Κάθονταν μαζί, και ξαφνικά φώναζε η αλεπού
«Ορίστεεε;».
«Τί λες αλεπού;» ρώτησε ο λύκος.
«Δεν άκουσες λύκε; Με φώναξαν να πάω να βαφτίσω» είπε αυτή.
«Καλά» της είπε.
Πήγαινε αυτή, έτρωγε στα κρυφά το μέλι. Γυρνούσε στον λύκο, κι αυτός τη ρώταγε
«πώς το βάφτισες;».
«Αρχινιστί» (αρχικά).
Περνούσαν πάλι κάμποσες μέρες, πάλι η αλεπού φώναξε «ορίστεε;Ποιος φωνάζει;».«Λύκε με φώναξαν να πάω να βαφτίσω».
«Πάλι θα βαφτίσεις;».
Πήγε αυτή, έφαγε πάλι, την έφερε τη στάμνα ώς τη μέση.
«Πώς το ‘πες;» την ρώτησε ο λύκος όταν αυτή γύρισε.
«Το ‘πα Μεσηαστί» (στη μέση).
Άντε και την τρίτη φορά το «ορίστεεε;» της αλεπούς.
«Εγώ δεν άκουσα τίποτα» είπε ο λύκος, «εσύ πώς ακούς;».
«Με φώναξαν να πάω να βαφτίσω, έχω ακόμα μια βάφτιση. Μη με φωνάζεις, θα πάω να βαφτίσω».
«Καλά», λέει αυτός. Πάει η αλεπού στο κελάρι, το έφαγε όλο το μέλι, γύρισε και τη στάμνα ανάποδα. Επιστρέφει πίσω,
«πώς το ‘πες;» την ρωτά ο λύκος.
«Το ‘πα Πιπκαστή» ( Τέλειωμα).
Ήρθε μετά ο χειμώνας, δεν είχανε τίποτε άλλο να φάνε, λέει η αλεπού στο λύκο
«πάμε να πάρουμε τη στάμνα με το μέλι, για τον χειμώνα το έχουμε».
Πηγαίνουν, βρίσκουν τη στάμνα ανάποδα.
«Α, ποιος το ‘φαγε το μέλι;» ρωτά αυτή.
«Ποιος το ‘φαγε;» ρωτά κι αυτός.
«Εσύ», λέει η αλεπού.
«Μωρέ δεν το ‘φαγα».
«Τό ‘φαγες, εσύ το φαγες. Για να μη λες εσύ “να ‘ρθούμε να το φάμε”, το έφαγες εσύ».
«Δεν το φαγα», έλεγεν αυτός.
«Το ‘φαγες. Θα πάμε στη λίμνη και θα βάλουμε τις ουρές μας μέσα. Όποιου ουρά παγώσει, εκείνος έφαγε το μέλι».
«Να πάμε» λέει ο λύκος.
Πάνε, βάζουν τις ουρές μέσα, η αλεπού, την έπαιζε την ουρά της και δεν έπιασε πάγο.
Ο λύκος στάθηκε ακίνητος, δεν κούνησε την ουρά, πάγωσε αυτή, και δεν μπορούσε να τη βγάλει.
«Αντε λύκο τώρα», λέει η αλεπού, «να σηκωθούμε απ’ το νερό».
Πετάχτηκε η αλεπού, βγήκε απ’ τη λίμνη. Ο λύκος, κόπηκε η ουρά του.
«Είδες, εσύ το ‘φαγες», λέει αυτή