Η Εράτυρα είναι κωμόπολη του Δήμου Βοΐου Κοζάνης. Είναι κτισμένη στις νοτιοδυτικές υπώρειες το όρους Σινιάτσικου (Άσκιου), ενός από τα υψηλότερα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας (υψηλ. κορυφή 2111 μ.). Παλιά λεγόταν Σέλιτσα, αλλά το 1928 μετονομάστηκε σε Εράτυρα (που σημαίνει  «αναχαιτίστρια» από το ρήμα ερατύω -αναχαιτίζω τον εχθρό) σε ανάμνηση μιας ομώνυμης πόλης της ελληνιστικής περιόδου που ήταν κτισμένη νοτιότερα, στην περιοχή του υψώματος «Μαγούλα».
Η Εράτυρα είναι οικισμός της υστεροβυζαντινής περιόδου. Γύρω στο 1600 άρχισε να μεγαλώνει από τις εισροές κατοίκων  γειτονικών οικισμών, λόγω της προνομιακής της θέσης από πλευράς προστασίας, μια διαδικασία που συνεχίστηκε μέχρι και τον 17ο  αιώνα. Τον αιώνα αυτό και, ιδιαίτερα, τον επόμενο (18ο) εξελίχτηκε σε κεφαλοχώρι της περιοχής με αναπτυγμένη γεωργία και κτηνοτροφία, αλλά και πλούσιο εμπόριο και ακμάζουσες βιοτεχνίες. Τα παλιότερα αρχοντικά της Εράτυρας χρονολογούνται την περίοδο αυτή. Ακόμα και η παιδεία είχε αναπτυχθεί με την ίδρυση το 1699 της «Περιώνυμης Σχολής».
Η ανάπτυξη της Εράτυρας διακόπηκε το 1774, όταν ένα μέρος της καταστράφηκε από επιδρομή τουρκαλβανών, ενώ από το  1804 μέχρι 1820 έγινε τσιφλίκι του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Μετά το θάνατο του Αλή, η γη περιήλθε στην εξουσία του Σουλτάνου, από τον οποίο την εξαγόρασαν οι κάτοικοι το 1865, ύστερα από πολλούς αγώνες και με καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού. Από το 1840 και μετά άρχισε πάλι μια σταδιακή ανάπτυξη μέχρι την απελευθέρωση του 1912. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι το 1935 ακολούθησε μια περίοδος ευημερίας, εξαιτίας κυρίως της καπνοκαλλιέργειας, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Εράτυρας να ξεπεράσει τους 3.000 κατοίκους. Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο ξεκίνησε η δημογραφική κατάρρευση, με τον πληθυσμό της  από 2.850 περίπου που ήταν το 1951 να φτάσει  σήμερα τους 700 κατοίκους περίπου, με τους περισσότερους να είναι ηλικιωμένοι.
Τον 17ο  και 18ο αιώνα  υπήρχαν αξιόλογες κοινότητες Ερατυραίων στην Αυστροουγγαρία και Ρουμανία και τον 19ο αιώνα στην  Κωνσταντινούπολη,  ενώ στο τέλος του  ξεκίνησε και η μετανάστευση για την  Αμερική και στη συνέχεια και στην Αυστραλία. Μετά την απελευθέρωση, συνεχίστηκε η μετανάστευση στις υπερπόντιες χώρες, αλλά  περισσότερο  στο εσωτερικό της Ελλάδας και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, όπου το 1939 ιδρύθηκε η Ένωση Ερατυραίων Θεσσαλονίκης. Σήμερα, υπάρχουν  συμπαγείς παροικίες Ερατυραίων, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας (π.χ. Κοζάνη και Καστοριά) καθώς και στο εξωτερικό (Αυστραλία, Γερμανία και  Αμερική).
Η Εράτυρα έχει αναδείξει πολλά άξια τέκνα. Κορυφαία παραδείγματα του 18ου και 19ου αιώνα αποτελούν ο Θεοφάνης Πούλιος, Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας, ο οποίος είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε και στην επανάσταση του 1821 και οι εκπαιδευτικοί Αργύριος Παπαρίζος και Χαρίσιος  Πούλιος. Στον 20ό και τον τρέχοντα αιώνα πολλοί Ερατυραίοι έχουν διαπρέψει στα γράμματα, στις τέχνες και στο εμπόριο χάρη στην έμφαση που δόθηκε διαχρονικά στην παιδεία με κορυφαίο γεγονός την ίδρυση 6τάξιου Γυμνασίου στο τέλος της 10ετίας του 1950.
Πέραν των  αρχοντικών, η Εράτυρα διαθέτει 18 ιερούς ναούς, συμπεριλαμβανόμενης και της ιστορικής μονής του Αγίου Αθανασίου. Μερικοί από τους ναούς αυτούς  αποτελούν  αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία με κορυφαίο τον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου που έχει αγιογραφηθεί από Ερατυραίους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα και διαθέτει μοναδικό τέμπλο. Επίσης, η Εράτυρα φημίζεται για την γραφική της πλατεία και την πλούσια πολιτισμική παράδοση, μέρος της οποίας εκτίθεται στο Λαογραφικό της Μουσείο. Τέλος, διαθέτει αξιόλογους αρχαιολογικούς χώρους με σημαντικότερο τα «Κτίσματα», ένα εντυπωσιακό φρούριο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για την ασφάλεια της περιοχής από  βαρβαρικές επιδρομές.

Πηγές: «Η Εράτυρα» υπό Α. Γιομπλάκη (1985) και «Η Εξαγορά της Σέλιτσας (Εράτυρας)» υπό Γρ. Βέλκου (1979).